ἀστενοχώρητος, -ον


I 1no constreñido Θεός Epiph.Const.Hom.M.43.492A, cf. Cat.Apoc.3.9, 18.4.

2 que no constriñe ὁ ἀ. τοῦ ἀπεριγράπτου ναός del vientre de María que llevó a Dios, Hsch.H.Hom.21.8.6.

II adv. -ως de forma no constreñida, sin constricción ὁ γὰρ ἐκεῖ μὴ χωρούμενος, ἐνταῦθα ἀ. ἐχώρησε Procl.CP Or.M.65.709B, ψἱὸς ... ἐν τῷ παρθενικῷ σηκῷ ἀ. οἰκήσας Leont.Const.Hom.7.115, cf. Hsch.H.Hom.6.1.8.