ἀσμενίζω
1 tr. recibir con agrado, satisfacción o alivio
οὐτ' ... περιττῶς ἠσμένισεν ἡμᾶςAeschin.Ep.5.1,
τὰς ... διατριβάςLuc.Am.27,
(τῶν τόκων) ἀγλαΐανPlot.5.8.12,
τὸν ἸουδαϊσμόνPorph.Chr.27,
λόγουςThem.Or.8.107b,
τὰς ΜούσαςThem.Or.8.105d, cf. 13.173b, 33.364d,
πρὸ τούτων θάνατονIambl.VP 191
•hipercar.
ἵνα τε τὸ γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον ... εὖ ἀσμενίζωσιCorn.ND 21
•tb. en v. med.
μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίαςAesop.6,
ἡ δὲ (ἀλώπηξ) τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένηAesop.9.1.
2 intr. c. dat. estar satisfecho, contentarse
τῇ συμφορᾷAeschin.Ep.5.5,
τῇ ... φιλίᾳ καὶ συμμαχίᾳPlb.3.97.5,
τῇ παρούσῃ καταστάσειPlb.6.9.4, cf. Ph.2.37, Luc.Am.4, Ph.Hypoth. en Eus.PE 8.11.11,
ἀσμενίζουσαι (τίτθαι) τῷ ... κάρῳ τῶν παιδίωνAgathin. en Orib.10.7.10,
ταῖς δὲ ... πρεπο[ί]σαισ' ἀσμενιζοίσα χαρᾷ ... τειμαῖσιIKyme 19.20 (I a./d.C.)
•c. prep.
ἐπὶ τῷ γεγονότιPlb.5.87.3
•c. otras constr.: c. complet.
ἀσμενίζοντες εἰ μή τις αὐτοῖς ἐγχειροίηPlb.4.11.5, cf. D.C.36.24.3,
ὅτι ... ἔσεις ... τινα νοῦν ἡγεμονικόνM.Ant.12.14,
τὸ παιδίον ἀσμενίσαν πως προσφύεται τῇ θηλῇI.AI 2.227, c. part.
ἄρτον λιτὸν ... ἀσμενίζουσιν ἐσθίοντεςPlu.2.101d,
Μαρκέλλου προσιόντος ἀσμενίζοντεςApp.Hann.51.