ἀσμενισμός, -οῦ, ὁ


satisfacción, complacencia χαίροντες σὺν ἀσμενισμῷ Ph.1.450, ἀ. ... ἐστιν ἡδονὴ ἐπὶ ἀπροσδοκήτοις ἀγαθοῖς Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Stob.2.7.10b.