< ἄσκοπος
ἀσκορδίνητος >
ἀσκοπῡτίνη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[-ῑ-]
cantimplora de cuero
,
bota
Antiph.150, Men.
Fr
.232,
οἴνου
LXX
Iu
.10.5,
ἡμιχόεια
PCair.Zen
.353.16 (III a.C.).