< ἀρχηγικός
ἀρχηγός >
ἀρχήγισσα
,
-ης, ἡ
tít. de una dama judía
Μνῆμα Περιστερίας Ἀρχήγισις (l. ἀρχηγίσσης)
Hell
.1.26 (Tesalia V/VI d.C.).