ἀρχηγικός, -ή, -όν
1 originario, primigenio
αἴτιονPh.2.168,
αἰτίαIul.Or.8.175b,
νοῦςMax.Tyr.11.8,
τὰ γήϊνα τῶν οὐρανίων ἀρχηγικώτεραGr.Nyss.Fat.57.7,
τῶν ἀξιωμάτων τὰ βεβαιότατα καὶ ἀρχηγικώταταSyrian.in Metaph.65.15,
τὰ ... ὄντα ἀρχηγικάProcl.in Alc.p.250,
ἐν τοῖς ἀρχηγικοῖςProcl.Inst.70.
2 adv. -ῶς de manera primigenia
ὅσα ἀπολύτως καὶ ἀ. εἶναιDion.Ar.DN M.3.953C.