< ἀρχιτέχνης
Ἀρχίτιμος >
ἀρχιτεχνίτης
,
-ου, ὁ
maestro alarife
οἱ ἀρχιτεχνίται ἄλευρον πύρινον λαβόντες ἐχωρογράφησαν τὴν πόλιν
Ps.Callisth.1.32
B
, cf.
T.Sal
.1.1.