< ἀρχιβαλιστάριος
ἀρχιβασσάρα >
ἀρχιβασιλιστής
,
-οῦ, ὁ
archibasilista
,
jefe de los
βασιλισταί
corr. a
SB
1106.2 (III a.C.?) en
SEG
34.1605; cf. ἀρχιβουλευτής.