< ἀρχίβακχος
ἀρχιβασιλιστής >
ἀρχιβαλιστάριος
,
-ου, ὁ
lat.
magister ballistarius
,
maestro artillero
ἀρχιβαλι(στάριος)
SEG
7.989 (Filipópolis, Siria II d.C.).