< ἀρυτήρ
ἀρυτίδωτος >
ἀρυτήσιμος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾱρῡ-]
que se puede sacar para beber
,
potable
γλυκὺ νᾶμα θάλασσα βροτοῖς ἀρυτήσιμον ἕξει
AP
9.575 (Phil.).