< ἀρτῐβρεχής
ἀρτιγαλακτοτροφοῦμαι >
ἀρτῐγάλακτος
,
-ον
recién destetado
τέκνον
GVI
1079.3 (Halicarnaso II a.C.),
INikaia
1234.9.