< Ἀρτιβόλης
ἀρτῐγάλακτος >
ἀρτῐβρεχής
,
-ές
recientemente empapado
πλόκαμος
AP
5.175 (Mel.),
ἀ. σίδηρος ἐφ' αἵματι
AP
16.141 (Phil.).