< ἀρσενόθηλυς
Ἀρσενοΐτης >
ἀρσενόθυμος
,
-ον
de mente
o
corazón viril
ref. a Atenea, Procl.
H
.7.3,
ἀνάγκη
Nonn.
D
.34.352.