ἀρσενόθηλυς, -υ
• Alolema(s): ἀρρεν- Theol.Ar.33, Orph.Fr.56
hermafrodita, de ambos sexos
διὸ καὶ μητέρα τὴν σελήνην τοῦ κόσμου καλοῦσι καὶ φύσιν ἔχειν ἀρσενόθηλυν οἴονταιPlu.2.368c, cf. Aristid.Quint.121.11,
ἄμπελοςD.S.8.23,
ἀρνίονD.C.57.60,
ζῷαCorp.Herm.1.18,
ὕαιναPhys.G 88.4,
οὗτοι γὰρ μόνοι θεῶν παρ' αὐτοῖς ἀρσενοθήλεις ὑπάρχουσιHorap.1.12, cf. Man.5.140, Orph.l.c., Gr.Naz.M.36.141A
•epít. pitagór. indicando la unidad
νοῦςTheol.Ar.5, tb. del número 6 Theol.Ar.33
•fig.
φιλανθρωπία ἐστίν ἀρρενόθηλυς, ἧς τὸ θῆλυ μέρος ἐλεημοσύνη λέγεται, τὸ δὲ ἄρρεν αὐτῆς ἀγάπηHom.Clem.12.26.