ἀρρωστέω


1 estar enfermo, enfermar τοὺς ἀρρωστοῦντας Heraclit.B 58, ἐπὰν δ' ἀρρωστήσῃ, πάντα κινεῖται Anaximen.11.14, οὐ πολλοῖς ἔτεσιν ὕστερον ἀρρωστήσας ἐτελεύτησεν D.40.13, ὁρῶντες τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἀρρωστοῦντα Is.9.4, ἐκ τοῦ τραύματος ἠρρώστησε D.C.55.10a.8, καὶ ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀρρωστήσει Heph.Astr.1.1.154, cf. X.Mem.3.11.10, D.19.124, 44.18, Dieuch.15.33, SEG 27.261B.17 (Berea II a.C.), Plb.3.70.2, 8.26.1, Phld.Rh.2.55Aur., D.P.Au.1.4, Hierocl.Facet.248β, Orib.2.68.5, 4.8.14, Horap.2.46, PFouad 80.5 (IV d.C.)
c. ac. int. ἀ. ἄλλην ἀρρωστίην Hp.Coac.579, cf. LXX 3Re.12.24g, ὃ δὲ μηδείς πω ἠρρώστηκεν Arist.Rh.1372a28.

2 debilitarse ἡ δύναμις ἀρρωστεῖ la fuerza se debilita Gal.9.246, fig. ὁ λόγος Cyr.Al.M.70.1056C.