ἀρρενότης, -ητος, ἡ


virilidad ἀρρενότης δὲ ἕξις αὐτάρκειαν παρεχομένη ἐν τοῖς κατ' ἀρετὴν πόνοις Andronic.Rhod.575, cf. Hierocl.p.63
masculinidad op. θηλύτης Aristid.Quint.66.11, Dam.in Prm.198.