< ἀρρενότης
ἀρρενοτοκία >
ἀρρενοτοκέω
parir machos
de las cabras
βορείοις ὀχευόμενα ἀρρενοτοκεῖ μᾶλλον
Arist.
HA
574
a
1
•
parir hijos varones
Dsc.
Eup
.2.96, Aët.16.34.