< ἀρρενοποιέω
ἀρρενοπρεπής >
ἀρρενοποιός
,
-όν
favorecedor del nacimiento de varones
o
machos
ὁ μὲν βορρᾶς ἀρρενοποιός ἐστιν
Ael.
NA
7.27.