< ἀρρενοπίτης
ἀρρενοποιός >
ἀρρενοποιέω
hacer masculino
,
masculinizar
αἱ Ἀμαζόνες ... ἀρρενοποιοῦσαι τὰ θηλυκὰ πάντα
Ptol.
Tetr
.2.3.40.