< ἀρκτοκύων
Ἀρκτόνησος >
ἀρκτόμορφος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀρκόμορφος
Io.Mal.
Chron
.M.97.231B
de forma de oso
(Κίρκη) ποιοῦσα ... ἑτέρους ... ἀρκομόρφους
Io.Mal.l.c., cf. Tz.
ad Lyc
.481.