ἀργύρειος, -ον
• Alolema(s): ἀργυρεῖος Isoc.8.117; v. tb. ἀργύριος
1 de plata
ἀργύρεια μέταλλαminas de plata Th.2.55, 6.91, Thphr.Lap.51, Plb.10.10.11, Plu.Them.4, Poll.3.87, 7.98, Sud.s.u. ἀγράφου μετάλλου,
ἀργύρεια ἔργαminas de plata D.8.45, 21.167, 42.18, X.Vect.4.5
•subst. τὰ ἀργύρεια minas de plata Aeschin.1.101, Isoc.l.c., X.Mem.2.5.2, 3.6.12, Vect.4.1, Plb.3.57.3, Thphr.Lap.59, Str.3.2.9, Alciphr.4.9.2, Polyaen.1.30.6.
2 subst. τὰ ἀργύρεια reservas de plata
πόλιν κεκτημένην χρύσεια καὶ ἀργύρειαPl.Lg.742d.