< ἀργύρειος
ἀργυρένδυτος >
ἀργυρένδετος
,
-ον
chapado en plata
κύλικες
IG
11(2).161B.79 (Delos III a.C.),
ὀχήματα
Chrys.M.58.608,
κλίνη
Chrys.M.59.296.