< ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής >
ἀργυρόλοφος
,
-ον
de cresta plateada
ἀργυρόλοφον ἐκ θαλάσσης ἀναπεμπόμενον πνεῦμα
Ps.Steph.p.200.9.