< ἀργυρόλοφος
ἄργυρον >
ἀργυρομιγής
,
-ές
mezclado con plata
ἐξανθεῖν φασι τὴν γῆν ... χρυσίῳ λευκῷ (ἀργυρομιγὲς γάρ ἐστι)
Str.3.2.9.