< ἀργυρωτάς
Ἀργῠφέη >
ἀργυρωτός
,
-ή, -όν
cubierto de plata
,
plateado
κνημῖδες χα[λκαὶ ἀρ]γυ[ρ]ωταί
IG
2
2
.1473.11 (IV d.C.).