< ἀργύρωσις
ἀργυρωτός >
ἀργυρωτάς
,
ὁ
• Morfología:
[panf. dat. plu. -αῖσι
IPamph
.3.11 (Silio)]
tesorero
δικαστρες καὶ ἀργυρταί
IPamph
.3.16, 18,
ἀργυρ]ταῖσι
IPamph
.3.11.