< ἀρβύλη
ἀρβῠλίς >
ἀρβυλικός
,
-ή, -όν
en forma de bota
o
escarpín
πτολεμαϊκὰ τετράδραχμα δύο καὶ ἀρβυλικοὺς ὀβολούς
IG
11(2).158A.6, cf. 159A.72, 161B.80 (Delos III a.C.).