ἀπότριμμα, -ματος, τό


1 polvo, limadura c. gen. ἀκόνης Ναξίας del esmeril, Dsc.5.149, ξύλων serrín, Tz.Comm.Ar.3.917.4.

2 friega ὀδόντων ἀποτρίμματα dentífricos Crit.Hist. en Gal.12.447.