< ἀποτριγχόω
ἀπότριμμα >
ἀποτρίζω
crujir
(τῆς ὀλκάδος) ἀποτριζούσης
Cyr.Al.M.71.607D,
ἀποτριζόντων τῶν ξύλων
de un carro, Cyr.Al.M.71.452A.