< ἀπότμηξις
ἀποτμητέον >
ἀπότμησις
,
-εως, ἡ
corte
c. gen.
ἀγκυρείων
Ph.
Mech
.100.33,
αἰδοίων
Tat.
Orat
.8,
κεφαλῆς
Eus.
HE
5.4.3.