< ἀποτμήξ
ἀπότμησις >
ἀπότμηξις
,
-εως, ἡ
cortadura
,
corte
κ[ατὰ] τὴν ἀ. ῥυσοῦσθαι τὰ προκείμενα
Anon.Lond.32.51.