< ἀποτίλλω
ἀποτιλμός >
ἀπότιλμα
,
-ματος, τό
pelo
o
hilacha arrancados
γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν
pelusa
,
borra de alforjas viejas
Theoc.15.19.