< ἀποστόμωσις
ἀποστραβόομαι >
ἀπόστοργος
,
-ον
1
hostil
de anim.
μὴ τυγχάνοντα θεραπείας ... ἀπόστοργα γίνεται
Plu.2.491c, cf. Hsch.
2
adv. -ως
sin amor
ἔχειν
Lib.
Decl
.51.13.