< ἀποστομόω
ἀπόστοργος >
ἀποστόμωσις
,
-εως, ἡ
acción de abrir
,
apertura
διὰ τὴν τῶν πόρων ἀποστόμωσιν
Arist.
Pr
.888
a
28, cf.
IG
4.823.44 (Trezén IV a.C.).