< ἀπόστα
ἀποστᾰδά >
ἀπόσταγμα
,
-ματος, τό
goteo
,
chorreo
τοῦ κυκεῶνος
Tz.
ad Lyc
.607,
EM
538.16G.,
τῆς σταφυλῆς
Epaphr.51.