< ἀπόσταγμα
ἀποστᾰδόν >
ἀποστᾰδά
• Prosodia:
[-δᾰ]
adv.
a lo lejos
,
manteniéndose aparte
ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι λίσσοιτ'
Od
.6.143, 146.