< ἀποσπορά
ἀποσπουδάζω >
ἀπόσπορος
,
-ον
nacido de
Κύπρις ἀ. ... ἐστι θαλάσσης
Musae.249,
Πολύφημος, ἀ. ἐννοσιγαίου
Nonn.
D
.14.62, cf. 11.145, 13.212, 18.314.