< ἀπόσπονδος
ἀπόσπορος >
ἀποσπορά
,
-ας, ἡ
siembra
forma reforzada de σπορά (q.u.)
PCair.Isidor
.34.5, 38.8 (III d.C.),
PCol
.136.40, 51 (III d.C.).