< ἀποσπαστικός
ἀποσπάω >
ἀπόσπαστος
,
-ον
separado
ἀπ' ἀλλάλων
Theag.p.190,
ἡ κεφαλὴ τ]οῦ λοιποῦ σώματος
pap. mit. en
Ph.W
.47.1927.1469.