ἀποσπάω
I tr.
1
σ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ' αἰόλου κνώδοντοςS.Ai.1024,
μου τὴν μόνην ξυνωρίδαS.OC 895, cf. El.809,
βίᾳ σ' ... τοῦδε τοῦ νεκροῦS.Ai.1176,
σέ τις ... βωμοῦ τοῦδ' ἀποσπάσει βίᾳE.Heracl.249,
βρέφος ... μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶνE.IA 1152,
Τροίας ἥν (sc. Ἑλένην)E.Hel.413, cf. en v. pas. LXX Is.28.9,
με βωμοῦE.Andr.567, cf. Hec.290,
τὸν δεισιδαίμονα τῶν ἱερῶνPlu.2.166e,
πολίτας τῆς θαλάσσηςPlu.Them.19,
τοὺς πολεμίους ... τῆς λείαςPlb.2.26.8,
τὸν Φίλιππον ... τῆς ... πολιορκίαςPlb.5.5.1,
τοὺς Ἡρακλείδας τοῦ βωμοῦPhilostr.VS 550
•fig. apartar, despegar
ψυχὴν ... τῆς φιλοσοφίαςPl.R.491b.
τῆς τοῦ ἀγαθοῦ οὐσίαςArr.Epict.1.23.2
•en v. pas.
ἀποσπασθεῖσα σουprivada de tí E.Alc.287,
πρὸς βίαν θεῶν τῶν σῶν ἀποσπασθέντεςE.Heracl.98, 222,
μήτ' ἀποσπασθῇς βίᾳE.Hec.225,
ἀποσπώμεθα του δ' ὕδατοςPlu.2.955f,
μόλις ἀπεσπᾶτο τὸ δημοτικὸν τῶν σωμάτωνapenas podía ser arrancado el populacho de los cadáveres I.BI 2.498
•fig. surgir, salir
ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςPi.P.9.33;
b) c. igual sent., c. prep. ἀπό:
περόνας ἀπ' αὐτῆςS.OT 1268,
μιν ... ἀπὸ γυναικός τε καὶ τέκνωνHdt.3.1, cf. 102,
Κλεινίαν ... ἀπὸ τούτουPl.Prt.320a,
παῖδας ἀπὸ πατέρων καὶ μητέρωνIsoc.8.92,
αὐτὸν ἀπὸ σοῦBGU 1125.9 (I a.C.),
τὸν παῖδα ἀπὸ τοῦ διδασκάλουPWisc.4.18, 25 (I d.C.)
•separar, desviar
ἀπὸ τοῦ φρονεῖν ... αὐτούςAr.Ra.962,
τὸ στρατόπεδον ἀπὸ τοῦ ΒυζαντίουX.HG 1.3.17,
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τὸ δεξιὸν κέραςX.An.1.8.13,
τὰ κέρατα ἀπὸ τῆς ἑαυτῶν φάλαγγοςX.Cyr.7.1.6,
τὴν πατρίδα ... ἀπὸ τῶν ἈχαιῶνPlb.2.60.6,
τὸν Φίλιππον ἀπὸ τῆς ... φιλίαςPlb.4.84.1,
αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πόλεωςLXX Io.8.6,
αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τοῦ ΚαίσαροςD.C.48.10.3,
τοὺς Αἰτωλοὺς ἀπὸ τῆς συμμαχίαςD.C.57.59
•apartar, desalojar en v. pas.
ἀπ' ἐμοῦ ... Κασσάνδρα βίᾳE.Tr.617,
ἀπὸ τῶν ἱερῶν ἀπεσπῶντοTh.3.81,
ἀπεσπάσθη ἀπ' αὐτῶνEu.Luc.22.41,
ἀποσπασθέντας ἀπ' αὐτῶνAct.Ap.21.1
•en medic. de huesos descolocar
ἀπὸ τῆς ἀρχαίης φύσιοςHp.Art.13, cf. Mochl.6;
c) c. prep. ἐκ arrancar
τὸ τέκνον ἐκ χερῶνE.Hec.277,
τὰς κόμας ... ἐκ τῶν κεφαλῶνD.C.98.3,
τὰ βέλη ... ἐκ τῶν σαρκῶνD.C.77.14.1
•en v. pas.
ἐξ ἱροῦ ... ἀποσπασθείςHdt.1.160;
d) c. doble ac. mismo sent.
με ... ὄμμαS.OC 866
•c. ac. solo
θύραςHdt.1.17,
τὰς πύλαςHdt.3.159,
μινHdt.6.91,
τὴν μάχαιρανEu.Matt.26.51, en v. pas.
συκῆMeth.Res.1.41
•arrebatar, raptar, llevar a la fuerza
ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμηςllevándoos por los cabellos A.Supp.909,
(ταύτην) βίᾳPFam.Teb.37.12 (II d.C.), fig.
ῥήματα ... πινακηδὸν ἀποσπῶνarrancando palabras ... como tablones de una nave Ar.Ra.824.
2 desviar
τοὺς μαθητὰς ὀπίσω ἑαυτῶνAct.Ap.20.30,
ταῦτα ἀπεσπάσατο ... εἰς τὸν ἴδιονPCair.Isidor.72.23 (IV d.C.)
•fig.
ὁμηρικὸν ὅς τ' ἀπὸ ῥεῦμα ἔσπασας οἰκείοιςtú que tomaste una corriente homérica para tus propios escritos, AP 9.184
•seducir
τὰς τῶν πλησίον γυναίκαςAristid.Apol.10.8.
II intr. apartarse, alejarse
πολὺ ... ἀπέσπαX.An.1.5.3, cf. 7.2.11, D.C.56.22.3
•c. gen. o ἀπό y gen.
πολὺ ἀπὸ τῆς γῆςLuc.DMar.12.1,
τῶν πολλῶνLuc.Cont.21,
τῶν νεφῶνLuc.Icar.11,
τῶν ἀστέρωνLuc.DIud.20.5,
τῆς τάξεωςD.S.17.60
•en v. med.-pas.
ἐξέσσυται γὰρ ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου καὶ ἀποσπᾶταιDemocr.B 32
•distanciarse
τὸ δὲ Δημοσθένους (στράτευμα) ... ἀπεσπάσθηTh.7.80,
εἰδότες τὸν Ἀγαθοκλέα μακρὰν ἀπεσπασμένονD.S.20.39.
III part. perf. pas. ἀπεσπασμένος mutilado ref. a la castración, LXX Le.22.24.