ἀπόπτωμα, -ματος, τό
1 cosa que cae, hoja caduca
πᾶσα στρατιὰ ἀπορρεύσει ... ὡς ἀπόπτωμα ἀπὸ συκῆςAq.Is.34.4.
2 desgracia, infortunio Plb.11.2.6, Clem.Al.Paed.3.2.14.
3 fallo
ἀ. φυγῆς <καὶ> θανάτου ἄξιονVett.Vall.229.2, cf. 228.28.
πᾶσα στρατιὰ ἀπορρεύσει ... ὡς ἀπόπτωμα ἀπὸ συκῆςAq.Is.34.4.
ἀ. φυγῆς <καὶ> θανάτου ἄξιονVett.Vall.229.2, cf. 228.28.