< ἀποπλᾰνίης
ἀποπλάσσομαι >
ἀπόπλᾰνος
,
-ου, ὁ
1
ret.
digresión
τοῖς ἀντιθέτοις ... τοῖς ἀποπλάνοις
Cratin.Iun.7.
2
engañador
,
impostor
Hsch.