ἀποπλάσσομαι
1 imitar
τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατοCall.Fr.45,
τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεταιAntip.Stoic.3.254.
2 representar artísticamente
τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατοLongin.10.6,
ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτοPlu.Aem.28, cf. AP 5.15 (Rufin.)
•realizar artísticamente
ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατοAP 7.34 (Antip.Sid.),
χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατοAP 9.238 (Antip.Thess), en v. pas.
ἀποπλασθὲν ... γλύμμαPosidipp.Epigr.20.5.