< ἀπόπλυμα
ἀποπλύνω >
ἀπόπλυνσις
,
-εως, ἡ
dilución
ἀπόπλυνσις γὰρ ξηροῦ τροφίμου ἐν ὑγρῷ πεφθέντος τῷ θερμῷ ὁ χυμός
Sophon.
in de An
.96.2.