ἀποπλύνω
• Prosodia: [-ῡ- en pres.]
• Morfología: [impf. iter. ἀποπλύνεσκε Od.6.95]
1 lavar completamente
λάϊγγας ... θάλασσαOd.l.c.,
τὸ περὶ τὴν γλῶττανPl.Ti.65d,
τὰς χεῖραςAth.409c
•bañar
τὴν ἐσθῆτα τῷ αἵματι ὑμῶνD.C.39.8
•fig., c. gen. limpiar de
βαφῆς ἀτόπουPhilostr.VA 8.22,
τὴν ψυχὴν ἁμαρτημάτωνBasil.M.31.165A.
2 desleír
βρέξας εἰς τὸν κρατέρα ἀπόπλυνεde ingredientes para conjuros PMag.13.133, en v. pas.
ἐν τοῖς ὑγροῖς ποιεῖ καὶ ἐν τῷ ἀέρι οἷον ἀποπλυνόμενον τὸ ξηρόνArist.Sens.443b7.