< ἀπόθραυσις
ἀποθραύω >
ἀπόθραυσμα
,
-ματος, τό
fragmento
,
parte desgajada
φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ
Str.10.5.16.