ἀποθραύω
1 partir, romper
νεὼς κόρυμβ'A.Pers.410,
ἄκρον δόρυE.Ph.1399,
τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύωνD.H.4.56
•en v. med.
ἀποθραυομένων ... τῶν ἀνθράκωνArist.Pr.967b5, de los colmillos de los elefantes reforzados c. puntas de hierro
τοῦ μὴ ἀ. εὐπετῶςArr.Tact.2.4.
2 fig. destrozar, estropear
τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιονIul.Mis.356b,
τοῦ μὲν ἑνὸς ἀποθραύοντες τὸ μερικὸν τῇ προσθήκῃ τῶν πάντωνDam.Pr.51
•en v. pas. verse privado
μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇςAr.Nu.997.