< ἀποθρασύνομαι
ἀπόθραυσις >
ἀπόθραυμα
,
-ματος, τό
pesa de telar
ὁλκὴ σὺν τοῖς ἀποθραύμασιν καὶ λίνῳ
ID
1442B.9 (II a.C.).