ἀπόγευσις, -εως, ἡ
1 acción de probar
τῶν παθῶνOlymp.in Alc.6.12, cf. PMag.13.377.
2 poción mágica, bebedizo
προορατιχοὶ γίγνονται τοῦ μέλλοντός τινες ἐκ τῶν καλουμένων ἀπογεύσεωνProcl.in R.2.117.6,
ἔστι δὲ ἡ σκευὴ τῆς ἀπογεύσεως αὕτηCyran.2.3.18.