ἀπογεύω
1 tr. en v. act. dar a probar abs. c. ac. de pers.
αὐτούςHerod.Med. en Orib.5.30.21
•c. ac. de cosa
σμικρὸν ἐξάγω μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαιAP 4.3.39 (Agath.).
2 gener. intr. en v. med. probar, gustar de c. gen.
σιτίωνHp.Epid.7.2,
τοῦ ἀεὶ παραφερομένουPl.R.354b,
βρωμάτωνX.Cyr.1.3.4,
πάντων ... τῶν παρακειμένωνPlb.3.57.8,
ἑκάστουEub.42 (cj.),
σαρκῶνAntiph.326, cf. Theopomp.Hist.270,
ἀκράτουPlu.2.672a,
σπλάγχνωνAth.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7,
μιαρῶν ... τροφῶνLXX 4Ma.4.26
•fig.
τῶν σοφῶνPl.Tht.157c,
ἐλπίδοςPh.2.338,
τοῦ πνεύματοςPhilostr.Im.1.20,
ὑείωνLXX 4Ma.5.6
•c. ac. y gen.
τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονταιLuc.Am.42
•abs.
ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσονPMag.13.378, 379, cf. Longus 1.17.